Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σόβος — ὁ, Α [σοβῶ] Σάτυρος … Dictionary of Greek
Σόβους — Σόβος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυιοσόβος — μυιοσόβος, ον (Α) αυτός που διώχνει τις μύγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβος (< σόβη < σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)] … Dictionary of Greek